- ωκυπομπος
- ὠκύπομποςὠκύ-πομπος2быстроходный, быстрый
(ναῦς, πλάται Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ναῦς, πλάται Eur.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ωκύπομπος — ον, Α (ποιητ. τ.) αυτός που μεταφέρει κάτι με ταχύτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠκύς «ταχύς» + πομπός (< πέμπω), πρβλ. ταχύ πομπος] … Dictionary of Greek
ὠκύπομπον — ὠκύπομπος conveying rapidly masc/fem acc sg ὠκύπομπος conveying rapidly neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόμπου — ὠκύπομπος conveying rapidly masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠκυπόμπους — ὠκύπομπος conveying rapidly masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)